- θύννοι
- θύννοςtunny-fishmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AMPHILYTUS — Acarnan hariolus. Herodor. l. 1. c. 62. Hic Pisistratum ad Athenas invadendas incitaturus, divinâ pompâ fungens, sic vaticinatus est: Ε῎ῤριπται ὁ Βόλος, τὸ δὲ δικτύον Ϛ᾿κπεπέταςται, Θύννοι δ᾿ ὀιμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός. Est nummus projectus,… … Hofmann J. Lexicon universale
οιμάω — οἰμάω (Α) (ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.) 1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώ («κίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα] … Dictionary of Greek
ορκυνείον — ὀρκυνεῑον, τὸ (Α) [όρκυνος] τόπος όπου αλιεύονται ή εκτρέφονται όρκυνοι, δηλ. θύννοι … Dictionary of Greek
συνυφαίνω — ΝΜΑ παρεμβάλλω κάτι κατά την κανονική ύφανση, ενυφαίνω («πέπλος συνυφασμένος με νήματα χρυσού») νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνυφασμένος, η, ο μτφ. στενά συνδεδεμένος, συναρμοσμένος, απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον άλλο 2. φρ.… … Dictionary of Greek
υποκυματίζω — Α 1. προξενώ ελαφρύ κυματισμό 2. (αμτβ.) κυματίζοντας συναντιέμαι με κάποιον («ὑποκυματίζουσιν ἀλλήλοις, ἄλλος ἄλλῳ ἐπινέοντες [θύννοι]», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek